-
1 διαίρεση
[-ις (-εως)] η1) мат. деление; 2) разделение на части; расчленение; раздел (территории, имуществе и т. п.);διοικητική διαίρεση — административное деление;
3) раскол; вражда, раздоры; разногласия -
2 διαίρεση
[диэрэси] ουσ. θ. разделение, раздел, (μα#) деление.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαίρεση
-
3 διαίρεση
[диэрэси] ουσ θ разделение, раздел, (μα#) деление. -
4 διαίρεση
поделбаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > διαίρεση
-
5 διαίρεση
division -
6 διαίρεση
1) dywizja (f) rzecz.2) dział (m) rzecz.3) dzielenie (n) rzecz.4) oddział (m) rzecz.5) podział (m) rzecz.6) przedział (m) rzecz.7) sekcja (f) rzecz. -
7 διαίρεση
1) členění2) dělení3) divize4) oddíl5) rozdělení -
8 διαίρεση
divisionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > διαίρεση
-
9 деление
-я ουδ.1. διανομή, διαμοιρασμός, μοίρασμα, διαμερισμός.2. διαίρεση, χωρισμός•деление общества на классы ο χωρισμός της κοινωνίας σε τάξεις•
деление клетки (βιολ.) η διαίρεση του κυττάρου.
3. (μαθ.) διαίρεση•деление дробей η διαίρεση κλασμάτων.
4. η γραμμή στη βαθμολογική κλίμακα (υποδιαίρεση)•ртуть в термометре поднялась на одно деление ο υδράργυρος στο θερμόμετρο ανέβηκε κατά μια γραμμή.
-
10 деление
1. мат., биол. η διαίρεση- надвое η διχοτομία, η διχοτόμηση- на отрезки ο διαχωρισμός σε τμήματα, ο διαμερισμός- на три части - στα τρία, ο διαχωρισμός σε τρία τμήματαполюсное - эл. το πολικό βήμα3. (яд.физ.) η διάσπαση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деление
-
11 разделение
1. (деление на части) о (δια)χωρισμός, η διαίρεση, η κατανομή- времени вчт. η κατανομή του χρόνου (λειτουργίας του υπολογιστή κατά την ταυτόχρονη εξυπηρέτηση πολλών χρηστών)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разделение
-
12 административный
административный διοι κητικός \административныйое деление η διοι κητική διαίρεση* * *администрати́вное деле́ние — η διοικητική διαίρεση
-
13 деление
-
14 разделение
разделение с η διαίρεση· ο χωρισμός (разъединение)' \разделение труда η κατανομή της εργασίας* * *сη διαίρεση; ο χωρισμός ( разъединение)разделе́ние труда́ — η κατανομή της εργασίας
-
15 деление
делен||иес1. ἡ διαίρεση [-ις], ὁ χωρισμός:\деление на части ὁ χωρισμός σέ κομμάτια·2. биол. ἡ διαίρεση [-ις]·3. (на шкале) ἡ ὑποδιαίρεση [-ις]:термометр поднялся на три \делениеия τό θερμόμετρο ἀνέβηκε τρεϊς ὑποδιαιρέσεις. -
16 подразделение
подразделениес1. (действие) ἡ ὑπο-διαίρεση [-ις]·2. (часть, раздел) ἡ ὑπο-διαίρεση [-ις], τό τμήμα, -
17 районирование
районированиес ἡ διαίρεση [-ις] σέ περιφέρειες, ἡ διαίρεση [-ις] σέ τμήματα. -
18 division
[di'viʒən]1) ((an) act of dividing.) διαίρεση2) (something that separates; a dividing line: a ditch marks the division between their two fields.) όριο,χώρισμα3) (a part or section (of an army etc): He belongs to B division of the local police force.) μεραρχία4) ((a) separation of thought; disagreement.) διχόνοια5) (the finding of how many times one number is contained in another.) διαίρεση -
19 категория
-и θ. (φιλοσ.)1. κατηγορία• έννοια• διαίρεση, χωρισμός•категория времени κατηγορία χρόνου•
категория причинности κατηγορία αιτιότητας.
2. επιστημονική διαίρεση (σε είδη, γένη, κατηγορίες).3. ομάδα, γκρουπ•возрастная категория κατηγορία κατά ηλικία.
-
20 диереза
лингв. η αποκοπή, η διαίρεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > диереза
См. также в других словарях:
διαίρεση — η 1. χωρισμός σε μέρη ή τμήματα: Στα δημοκρατικά καθεστώτα υπάρχει πάντα διαίρεση εξουσιών. 2. (μαθημ.), μια από τις αριθμητικές πράξεις, με την οποία χωρίζουμε ένα ποσό σε ίσα μέρη. 3. μτφ., διαφωνία, διχόνοια: Η διαίρεση ανάμεσα στην κυβέρνηση… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαίρεση — Ο χωρισμός σε μέρη. (Βιολ.) Είδος αγενούς πολλαπλασιασμού όπου ο μητρικός οργανισμός διαιρείται σε δύο (διχοτόμηση) κομμάτια, τα οποία αναγεννούν τα τμήματα που λείπουν και αποκαθιστούν το μέγεθος και το τμήμα του οργανισμού. (Μαθημ.) Η… … Dictionary of Greek
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
τομή — Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω (= κόβω). Στη μετρική ο όρος τ. δηλώνει τον χωρισμό μεταξύ δύο λέξεων που χρησιμεύει ως όριο μεταξύ δύο μετρικών μελών και που πραγματοποιείται φωνικά ως παύση στην εκφώνηση του στίχου. Στην κλασική μετρική … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
αυλάκωση — (Βιολ.). Διαδικασία με την οποία ένα απλό γονιμοποιημένο ωάριο αναπτύσσεται σε ένα πολυκυτταρικό έμβρυο. Η ίδια η ετυμολογία της λέξης δίνει το νόημα της σχάσης ή διαίρεσης του κύτταρου. Η διαίρεση αυτή, που λέγεται μίτωση, συνοδεύεται από μία… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek